Angaben zum Begriff
Bevorzugte Bezeichnung
Digital Object Identifier
Definition
- Ένα μόνιμο αναγνωριστικό που χρησιμοποιείται για τη μοναδική ταυτοποίηση αντικειμένων, τυποποιημένο από τον Διεθνή Οργανισμό Τυποποίησης (ISO). Ο προγραμματιστής και διαχειριστής του συστήματος DOI είναι το Διεθνές Ίδρυμα DOI (IDF), το οποίο το εισήγαγε το 2000.
Synonyme
- DOI
Hinweis
- https://github.com/terms4fairskills/FAIRterminology/T4FS_0000434
- ISO 5127:2017(en), 3.2.5.17
Quelle
- Loterre Open Science Thesaurus, "DOI", http://data.loterre.fr/ark:/67375/TSO-T487PDFX-7
In anderen Sprachen
-
Deutsch
-
DOI
-
Englisch
-
DOI
-
Französisch
-
DOI
-
Italienisch
-
DOI
-
Niederländisch
-
DOI
-
Slowenisch
-
DOI
URI
https://vocabs.sshopencloud.eu/vocabularies/sshocterm/digital_object_identifier_140
{{label}}
{{#each values }} {{! loop through ConceptPropertyValue objects }}
{{#if prefLabel }}
{{/if}}
{{/each}}
{{#if notation }}{{ notation }} {{/if}}{{ prefLabel }}
{{#ifDifferentLabelLang lang }} ({{ lang }}){{/ifDifferentLabelLang}}
{{#if vocabName }}
{{ vocabName }}
{{/if}}